Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

Η ΚΑΥΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

Τις τελευταίες μέρες επανήλθε το ζήτημα της αποτέφρωσης, και η κυβέρνηση κατέθεσε νομοσχέδιο στη βουλή σε σχέση με το θέμα της καύσης των νεκρών. Κατά τη γνώμη μου είναι ένα πολύ δύσκολο ζήτημα γιατί αγγίζει ευαισθησίες και ταμπού, γι αυτό θα πρέπει να εξεταστεί πάρα πολύ προσεκτικά χωρίς να προκαλέσει κοινωνική αναστάτωση, και το μονο που θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να συμφωνηθεί, είναι να επιτρέπεται η αποτέφρωση μόνο για όσους δεν ασπάζονται την ορθόδοξη χριστιανική μας πίστη. Ως λόγο για τη γνώμη μου αυτή, παραθέτω ορισμένες  απλές σκέψεις μου, ελπίζοντας πολλοι από σας να συμφωνήσετε μαζί μου:

Η επιχειρηματολογία την οποία επικαλούνται όσοι τάσσονται υπέρ της καύσης των νεκρών, είναι κυρίως η έλλειψη χώρου στα κοιμητήρια καθώς και οι λόγοι υγιεινής. Θεωρούν ότι μολύνεται το υπέδαφος με αποτέλεσμα να δημιουργούνται πολλά μικρόβια.
Ο Χριστιανισμός όμως, είναι υπέρ της ταφής των νεκρών και η Εκκλησία δεν δέχεται την αποτέφρωση, διότι αντιβαίνει στα χρηστά και Χριστιανικά ήθη.
Εξ άλλου μπορούν να κατασκευαστούν οστεοφυλάκια που με την πάροδο μιας λογικής χρονικής περιόδου, να φυλάσσονται τα οστά. Αυτός ο τρόπος έχει εφαρμοστεί στο νέο κοιμητήριο της Χλώρακας, και αποδείχθηκε ένας καλός τρόπος που μπορεί να φιλοξενεί τους νεκρούς μας για εκατοντάδες χρόνια. Είναι ένας πρότυπος τρόπος, μια έξυπνη σκέψη που μπορεί να αποδώσει τα μέγιστα. Δεν πωλούνται οι τάφοι, παρά μόνο ενοικιάζονται. Όταν γεμίσει το κοιμητήριο, ανοίγονται οι τάφοι από την αρχή και τα οστά φυλάσσονται στο οστεοφυλάκιο το οποίον αν κάποτε γεμίσει και αυτό, μπορούν να θαφτούν όλα τα οστά σε κοινό τάφο, έτσι που ο κάθε ζώντας να ξέρει πού είναι ενταφιασμένοι οι δικοί του νεκροί για να μπορεί να κάμνει ένα τρισάγιο για τη μνήμη τους.
Άλλο επιχείρημά τους είναι το υψηλό κοστολόγιο και η εμπορευματοποίηση των τελετών και πιστεύουν ότι η καύση θα αποτελέσει την καταπολέμηση της αισχροκέρδειας, ισχυρίζονται ακόμη, ότι τα νεκροταφεία είναι αιτίες και αφορμές για φαινόμενα τυμβωρυχίας και μαγείας.
Στα παλιά Χριστιανικά χρόνια η καύση των νεκρών θεωρείτο τιμωρία και ατίμωση, γι αυτό στο μεσαίωνα έκαιαν μονο τους μάγους και τις μάγισσες που εξασκούσαν μαύρη μαγεία ενάντια στη Χριστιανική θρησκεία. Εξάλλου τρανό παράδειγμα της θέλησης του Θεού, είναι ο ενταφιασμός και όχι η καύση του Θεανθρώπου και υιού του, Ιησού Χριστού.
Ενώ η ταφή προλέγει την ανάσταση των νεκρών και θεωρείται σύμβολο και ομολογία της πίστεως και της ελπίδας στην αθανασία της ψυχής, στην ανάσταση των νεκρών και στην αιώνια ζωή, η αποτέφρωση είναι σημάδι ότι τίποτα δεν μένει από τα κεκειμημένα σώματα που να ενισχύει αυτήν την πίστη. Όσοι επιθυμούν την αποτέφρωση αντί της ταφής, είναι φανερό ότι αντίκεινται στις διδασκαλίες του Χριστιανισμού, και θέλουν τις διδαχές περί αναστάσεως των νεκρών κατά τη δευτέρα παρουσία, να την παρουσιάσουν ως δοξασία.
Τα παλαιότερα χρόνια εκτός από τις Χριστιανικές διδασκαλίες περί της ταφής των νεκρών, τα υπόλοιπα φαινόμενα έδειχναν μια παρερμηνεία ότι τίποτα δεν μένει ύστερα από το θάνατο, αφου στο πέρασμα των αιώνων, καμία ένδειξη εκτός στις περιπτώσεις των αγίων, δεν υπήρξε που να ομολογεί περί του αντιθέτου. Εξ άλλου και η ίδια η θρησκεία μας το ομολογεί: «το σώμα διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθει»
Πρεπει να γνωρίζουμε όμως, ότι η νεκρώσιμος ακολουθία, εξηγεί από τη μια τη φυσική υπόσταση του ανθρώπινου σώματος το οποίο δημιουργήθηκε από την ύλη και την ανυπαρξία, καθώς και Θεολογικά εξηγά περί άφθαρτης και αιώνιας ζωής. Εξ άλλου, όλοι οι ψαλμοί ψάλλουν μονο για κεκοιμημένο κι όχι αποτεφρωμένο σώμα, ομολογώντας έτσι ότι η ταφή γίνεται και ως παρηγοριά για τους εναπομείναντες αγαπημένους ζωντανούς, έχοντας μ αυτό τον τρόπο παρηγοριά και ελπίδα για Παράδεισο, και φόβο για κόλαση, στοιχεία το πρώτο για χριστιανική ζωή, και ανασταλτικό το δεύτερο για κακές συμπεριφορές και δράσεις.
Η ταφή πρεπει να προτιμάται από την καύση, γιατί το ενταφιασμένο σώμα ως υπαρκτό θαμμένο πτώμα, γίνεται αφορμή για συνειδητοποίηση και υπόμνηση της ματαιότητας και της προσωρινότητας πανω στη γη του ζώντος ανθρώπου.
Διότι, είναι διαφορετικά οι άνθρωποι να βλέπουν το λείψανο και να γνωρίζουν ότι για πολλές πάρα πολλές δεκαετίες θα υπάρχουν τα οστά στο μνήμα, και διαφορετικά να βλέπουν ένα βαζάκι που περιέχει τέφρα μετά από την καύση του προσφιλούς προσώπου. Το κάψιμο είναι πλήρης αφανισμός μιας ζωντανής συνέχειας και μιας επικοινωνίας, την οποία όλοι μας έχουμε ανάγκη. Άλλωστε, τα οστά των νεκρών αποτελούν ανάμνηση της παρελθούσης ζωής και ενθύμησης της παρούσας, καθώς και υπόμνηση της μάλλουσας προοπτικής μας. Αυτό αποδεικνύεται περίτρανα με την πρόοδο της επιστήμης που με την εξέταση DNA των οστών, βρίσκουν κληρονομικά στοιχεία του αποθανόντος κεκοιμημένου μετά των ζώντων, έτσι που να ταυτοποιούνται και να ξέρουμε εμείς οι ζωντανοί ότι και μετα θάνατον φέρουμε το στίγμα της ύπαρξης μας και τους περάσματος μας από τη ζωή.

Συμφωνώ λοιπόν με την Εκκλησία που αρνείται την καύση, διότι τοιουτοτρόπως αρνείται το ανθρώπινο τέλος και ομολογεί την αλήθεια για τη συνέχιση της αιώνιας ζωής μετά τον θάνατο. Εξ άλλου ποιά παρηγοριά πλέον θα μένει στους ζώντες συγγενείς του τεθνεώτος όταν δεν θα υπάρχει ένα μνήμα που να ξέρουν ότι μέσα κοιμάται το αγαπημένο τους πρόσωπο και να έχουν έτσι μια ελπίδα στην καρδιά ότι μετα θάνατον θα ξανασυναντηθούν; Είναι λοιπόν φανερό, όσοι αγαπούμε τους συγγενείς μας και τους φίλους μας, δεν θα πρεπει να αποδεχτούμε αυτά τα ξενόφερτα ήθη που θα αλλοτριώσουν τα δικά μας. Διότι είναι ήθη και κουλτούρες που προσπαθούν να μας επιβάλουν ξένα κέντρα αποφάσεων, ισως γιατί θέλουν να κάμψουν την πίστη μας στη θρησκεία μας, την μόνη που έμεινε να μας ενώνει ως Χριστιανικό λαό. 

ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ

Μια μελέτη του Κυριάκου Ταπακούδη
ΕΝΘΑ ΟΥΚ ΕΣΤΙ ΠΟΝΟΣ, ΟΥ ΛΥΠΗ, ΟΥ ΣΤΕΝΑΓΜΟΣ, ΑΛΛΑ ΖΩΗ ΑΤΕΛΕΥΤΗΤΟΣ
Κυριάκου Ταπακούδη, μια μελέτη απαύγασμα των κυριότερων συμπερασμάτων από διάφορα εκκλησιαστικά και Ευαγγελικά συγγράμματα:

Όλες οι θρησκείες στην ενασχόληση τους με το θάνατο δοκίμασαν να αναλύσουν το μυστήριο και να εξηγήσουν τι συμβαίνει μετά. Οι περισσότερες συμφωνούν ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος, ενώ ορισμένες πιστεύουν ότι οι άνθρωποι θα μετενσαρκωθούν σε μια καινούργια καλύτερη ζωή αν έχουν ζήσει ηθικά, και μια χειρότερη αν έζησαν ανήθικα. Κυρίως τα Χριστιανικά δόγματα διδάσκουν ότι η ψυχή είναι αθάνατη και την περιγράφουν ότι συνεχίζει να έχει κάποια μορφή ύπαρξης μετά τον θάνατο και την αποσύνθεση του σώματος. Πιστεύουν ότι οι ψυχές εκείνων που πίστεψαν θα ζήσουν στον παράδεισο, ενώ των ασεβών θα ζήσουν αιώνια αποχωρισμένοι από την παρουσία του Θεού και θα βασανίζονται για πάντα στην κόλαση. 
Ο Πλάτωνας δίδασκε ότι ο άνθρωπος έχει μια αιώνια ψυχή η οποία απελευθερώνεται από την φυλακή του σώματος τη στιγμή του θανάτου. Μετά Χριστόν πολλοί θεολόγοι συμφώνησαν με την άποψη αυτή σε αντίθεση με την  Αγία Γραφή που γράφει ότι μόνο ο Θεός έχει την αθανασία και ο άνθρωπος δεν λαμβάνει αθανασία μέχρι “το θνητό θα ντυθεί αθανασία τη στιγμή της ανάστασης”, και λέει ότι οι ψυχές που αμαρτάνουν θα πεθάνουν.
Ο Θεός ακόμα, υποσχέθηκε αιώνια ζωή στους πιστούς, αλλά καμία στους άπιστους.
Είπε επίσης στους πρωτόπλαστους ότι αν έτρωγαν από το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού σίγουρα θα πέθαιναν, ενώ ο Σατανάς με την μορφή φιδιού, είπε στην Εύα, ότι σίγουρα δεν θα πέθαιναν.
Η Αγία Γραφή διδάσκει ότι απλά η ψυχή παύει να υπάρχει.  Η ψυχή, σύμφωνα με εδάφιο Γένεσης , αποτελείται από το συνδυασμό του χώματος που αποτελεί το σώμα και της πνοή ζωής από τον Θεό: “Ο Κύριος ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο από χώμα της γης.  Και εμφύσησε στους μυκτήρες του πνοή ζωής, και έγινε ο άνθρωπος ψυχή που ζει”. 
Μετά θάνατον συμβαίνει το αντίθετο, η πνοή της ζωής που είναι η θεϊκή ενέργεια και διατηρεί το σώμα στη ζωή επιστρέφει στο Θεό και το σώμα γίνεται ξανά χώμα εκ των ων συνετέθει.
Για την αναβίωση της ψυχής απαιτείται αναδημιουργία, η οποία θα συμβει κατά την ανάσταση των νεκρών.
Ο Απόστολος Παύλος στην επιστολή του προς Θεσσαλονικείς, τους παρηγορεί να μην είναι λυπημένοι και τους λέγει να γνωρίζουν ότι και αυτοί που έχουν πεθάνει έχουν την ελπίδα της ανάστασης και της δικαίωσης, διότι υπάρχει μια αθάνατη ψυχή η οποία πηγαίνει στον παράδεισο την στιγμή του θανάτου. Και τους εξηγά ότι οι νεκροί τους που πέθαναν  θα αναστηθούν και αυτοί όταν ο Θεός κατεβεί από τον ουρανό και ότι θα αρπαχτούν μαζί με τους πιστούς που ζουν κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού ο οποίος θα τους αναδημιουργήσει και το σώμα και το νου και το πνεύμα κατά την ανάσταση των νεκρών.
Και τη στιγμή της ανάστασης οι πιστοί που  κοιμήθηκαν θα αναστηθούν, ενώ οι πιστοί που ζουν ακόμα θα μεταμορφωθούν σε μια στιγμή, σε χρόνο που ανοιγοκλείνει το μάτι, στην έσχατη σάλπιγγα, επειδή θα σαλπίσει και οι νεκροί θα αναστηθούν άφθαρτοι και οι ζώντες θα μεταμορφωθούν και αυτοί.  Και αυτό θα γίνει επειδή «πρέπει τούτο το φθαρτό να ντυθεί αφθαρσία, και τούτο το θνητό να ντυθεί αθανασία». 
Η διδασκαλία της Αγίας Γραφής είναι ξεκάθαρη. Υπάρχει διάκριση μεταξύ του πρώτου θανάτου ο οποίος είναι σαν ασυναίσθητος ύπνος, και του δεύτερου θανάτου που αποτελεί την καταστροφή των ψυχών των αμετανόητων αμαρτωλών. Δηλαδή όλοι οι άνθρωποι κοιμούνται μέσα στο χώμα της γης από την στιγμή του θανάτου τους περιμένοντας είτε την ανάσταση ζωής, είτε  την ανάσταση κρίσης.
Το βιβλίο της Αποκάλυψης περιγράφει τον δεύτερο θάνατο ως λίμνη της φωτιάς που θα καταστρέψει τις ψυχές εκείνων που έχουν καταδικαστεί.
Ο Χριστός αναφέρθηκε στον πρώτο και στον δεύτερο θάνατο λέγοντας στους πιστούς να μην φοβούνται από εκείνους που θανατώνουν το σώμα, οι οποίοι όμως δεν μπορούν να θανατώσουν την ψυχή, αλλά να φοβούνται Αυτόν που μπορεί να αποθέσει και την ψυχή και το σώμα μέσα στη γέννα, δηλαδή τον δημιουργό
Η θεωρία της αθάνατης ψυχής απαιτεί την ύπαρξη ενός χώρου, ενός αιώνιου τόπου που θα διαμένει η αιώνια ψυχή. Αυτό ο τόπος μπορεί να είναι η κόλαση του αιώνιου βασανιστηρίου για τους ανήθικους και ο παράδεισος της καθολικής σωτηρίας για τους ηθικούς.
Αν έτσι έχουν όμως τα πράγματα, ίσως με τις προσευχές για συγχώρεση των πεθαμένων, οι παρακλήσεις για μεσιτεία των Αγίων και των Μέντιουμ για επικοινωνία με τους νεκρούς, αυτό θα καταργούσε την κόλαση, και την δεύτερη ανάσταση.
Αλλά αν οι νεκροί κοιμούνται ασυναίσθητα και δεν γνωρίζουν τίποτε, τότε με ποιούς υπάρχει επικοινωνία; Η Αγία Γραφή κάνει σαφές ότι υπάρχουν πονηρά πνεύματα στον αόρατο κόσμο που επιδιώκουν συνέχεια να παραπλανούν τους εύπιστους ανθρώπους και να τους καταστρέφουν.

Όταν κάποιοι γράφουν ή λέγουν για μεταθανάτιες εμπειρίες, όσοι τα διαβάζουν ή τα ακούνε πρεπει να γνωρίζουν ότι δεν πρόκειται για αναφορές ανθρώπων που πέθαναν πραγματικά, αλλά ανθρώπων που σχεδόν πέθαναν. Είναι εμπειρίες που μπορούν να προκληθούν με φάρμακα ή ηλεκτρικά ερεθίσματα του εγκέφαλου. Ενώ αντίθετα η Αγία Γραφή διηγείται την πραγματική ιστορία του Λαζάρου, που πραγματικά πέθανε και αναστήθηκε, ενός ο οποίος ήταν νεκρός για τέσσερις ημέρες.  Τίποτε δεν είχε να πει μετά την ανάσταση του, επειδή τίποτα δεν είχε να διηγηθεί αφού πέθανε και η ψυχή παρέμεινε αναίσθητα κοιμωμένη και θα παρέμενε έτσι μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, αν Αυτός δεν τον ανέσταινε πρόωρα.

ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΗΜΕΡΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

(Πληροφορίες από το βιβλίο του π. Σεραφείμ Ρόουζ «Η ψυχή μετά τον θάνατο» και άλλη εργογραφία)

Τι συμβαίνει στη ψυχή όταν αφήνει το σώμα κατά την ώρα του θανάτου; Σε ποια κατάσταση βρίσκεται από την ώρα εκείνη μέχρι την Τελική Κρίση; Υπάρχουν απαντήσεις πραγματικές, ή μόνον υποδηλώνουν μια παρανόηση όσων επιστρέφουν από τους νεκρούς;

Μέσα από τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας εξάγονται ορισμένα συμπεράσματα για τον παράδεισο και την κόλαση, για φανερώσεις Αγγέλων και δαιμόνων, για άϋλες μορφές που επικοινωνούν με τους ανθρώπους και για τις εξωσωματικές εμπειρίες που αφού επέλθει ο θάνατος για δυο μέρες η ψυχή με συνοδεία αγγέλων απολαύει της δυνατότητας να επισκέπτεται τόπους που είχε προσφιλείς και αγαπημένους κατά το παρελθόν. Και αν η ψυχή είναι ενάρετη, πλανιέται σε όσα μέρη συνήθιζε εν ζωή να πράττει έργα αγαθά. Ακόμα επειδή αγαπά το σώμα της, συνηθίζει κυρίως να περιφέρεται όπου αυτό ευρίσκεται, στο νεκροκρέβατο, ή αλλού.
Στην νεκρώσιμη ακολουθία περιγράφεται η κατάσταση της ψυχής που αν και αφήνοντας το σώμα παραμένει στη γη, αδυνατώντας όμως να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους τους οποίους όμως μπορεί να παρακολουθεί.
Την τρίτη μέρα όταν τελείται μνημόσυνο υπέρ αναπαύσεως της ψυχής, λαμβάνει από φύλακα Άγγελο ανακούφιση για τη λύπη που προήρθε εκ του χωρισμού της από το σώμα, και ελεύθερα μετακινείται σε άλλες σφαίρες. Ο Χριστός που ο ίδιος ανέστη την τρίτη ημέρα από τους νεκρούς, καλεί την ψυχή του αποθανόντος να μιμηθεί τη δική του ανάσταση και να ανέλθει στους Ουρανούς όπου ευρίσκεται ο Θεός.
 «Οίμοι, οίον αγώνα έχει η ψυχή χωριζόμενη εκ του σώματος. Οίμοι, πόσα δακρύει τότε, και ουκ υπάρχει ο ελεών αυτήν. Προς τους αγγέλους τα όμματα ρέπουσα, άπρακτα καθικετεύει προς τους ανθρώπους τας χείρας εκτείνουσα, ουκ έχει τον βοηθούντα. Διό, αγαπητοί μου αδελφοί, εννοήσαντες ημών το βραχύ της ζωής, τω μεταστάντι την ανάπαυσιν, παρά Χριστού αιτησώμεθα, και ταις ψυχαίς ημών το μέγα έλεος».
Άγιοι άνθρωποι επίστευαν πως ενώ το σώμα αποθνήσκει, η ψυχή και η προσωπικότητα του αποθνώντος μεταφέρονται σε μια άλλη διάσταση μένοντας ζώντα όπως και προηγουμένως. Και ενώ οι ζωντανοί θρηνούν και οδύρονται για τους κεκοιμημένους, για εκείνους τα πράγματα είναι αλλιώς.
Όσοι απέθαναν και επαναφέρθηκαν στη ζωή, διαπίστωσαν ότι το σώμα τους είναι μια στενάχωρη κατοικία που δεν τους χωρεί, σε αντίθεση με τα ουράνια πλάτη όπου μεταφέρθηκε η ψυχή τους έστω και για τις λίγες στιγμές θανάτου τους.
Η περιφορά της ψυχής των πρώτων δύο ημερών του θανάτου γύρω από το νεκρό σώμα ή αλλού, αποτελεί γενικό κανόνα με εξαίρεση ορισμένων που ξεκινούν την άνοδο τους πριν το τέλος των δύο ημερών για κάποιον ειδικό λόγω που μόνον η Θεία Πρόνοια γνωρίζει. Οι ομολογίες  μεταθανάτιων εμπειριών ατελείς καθώς είναι, αποτελούν μόνο το ξεκίνημα της αρχικής περιόδου ασώματης περιπλάνησης της ψυχής στους τόπους των επιγείων δεσμών της, γιατι κανείς από αυτούς τους ανθρώπους δεν έχει παραμείνει νεκρός για αρκετό χρονικό διάστημα, έστω μέχρι να συναντήσει τους συνοδούς αγγέλους των ψυχών.
Μερικοί επιστήμονες και ερευνητές για την μετά θάνατον ζωή, θεωρούν ότι τέτοιες
περιγραφές των πρώτων δύο ημερών καθώς και των επομένων, αποδεικνύουν την  συνηθισμένη χρονική σειρά των εμπειριών της ψυχής μετά τον θάνατο. Οι πολλές περιπτώσεις όπου οι νεκροί έχουν στιγμιαία εμφανιστεί στους ζωντανούς μέσα στην πρώτη ή τις δύο πρώτες ημέρες μετά το θάνατο, μερικές φορές σε όνειρα, είναι παραδείγματα που επαληθεύουν ότι η ψυχή συνηθίζει να παραμένει κοντά στη γη για κάποια σύντομη χρονική περίοδο.
Την τρίτη ημέρα η ψυχή διέρχεται μέσα από λεγεώνες φοβερών πονηρών πνευμάτων και τελωνείων  που παρεμποδίζουν την πορεία της με πρόσχημα πως είναι αμαρτωλή ψυχή, και μόνον άμα τα καταφέρει να τα προσπεράσει θα μπορέσει να συνεχίσει την ανοδική πορεία της προς τον ουράνιο Θεό.
Πόσο φοβεροί και επικίνδυνοι είναι οι δαίμονες και τα τελώνια, φανερώνεται από το γεγονός πως η ίδια η Παναγία όταν πληροφορήθηκε από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ τον επικείμενο θάνατο της, ικέτευσε τον υιό της να διασώσει την ψυχή της από αυτούς τους δαίμονες και απαντώντας στην προσευχή της, ο ίδιος ο Χριστός κατέβηκε από τους Ουρανούς όπου παρέλαβει την ψυχή της Μητρός του και να την οδήγησει στους Ουρανούς.
Επειδή φοβερή είναι πράγματι η τρίτη ημέρα για την ψυχή του απελθόντος, είναι αναγκαίο να γίνεται μνημόσυνο και δεήσεις για ασφαλή προσπέλαση των δαιμόνων που της παρεμποδίζουν την πορεία. Διότι λίγο μετά το θάνατο η ψυχή αρχίζει έναν αγώνα, και γι αυτή τους την πάλη ώστε να καταφέρει να διέλθει από τα τελώνια και τα δαιμόνια, χρειάζεται τη βοήθεια και την αγάπη των ζώντων αγαπημένων που με πολλές προσευχές και ακατάπαυστη ικεσία στο Θεό για έξι εβδομάδες και περισσότερο, ώστε τοιουτοτρόπως να πληρωθούν ως αμοιβή οι Άγγελοι που θα τη συνοδεύσουν για να διαφύγει από τα πονηρά πνεύματα που θα συναντήσει στο διάβα της. Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί τη διδασκαλία περί τελωνίων τόσο σημαντική, ώστε έχει συμπεριλάβει στον Κανόνα για την αναχώρηση της ψυχής τροπάρια που διαβάζονται από τον ιερέα στο νεκρικό κρεβάτι κάθε πιστού:
«Καθώς φεύγω από τη γη, αξίωσε με να διέλθω ανεμπόδιστα από τον άρχοντα του αέρα, το διώκτη και βασανιστή, εκείνον που ως άδικος ανακριτής στέκεται πάνω στους φοβερούς δρόμους». (4η Ωδή)
«Ω Πανένδοξε Θεοτόκε, οδήγησέ με εις τους Ουρανούς, στα ιερά και πολύτιμα χέρια των αγίων αγγέλων ώστε, προστατευμένος μέσα στα φτερά τους, να μην αντικρύσω τη ρυπαρή, αποκρουστική και σκοτεινή μορφή των δαιμόνων». (6η Ωδή)
«Ω Αγία Θεοτόκε, Εσύ η Οποία γέννησες τον Παντοδύναμο Κύριο, απομάκρυνε από εμένα τον άρχοντα των φοβερών τελωνίων, τον κυβερνήτη του κόσμου, όταν φθάσει η στιγμή του θανάτου μου, ώστε να Σε δοξολογώ αιωνίως». (8η Ωδή)
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα λόγια της Εκκλησίας προετοιμάζουν τον αποθνήσκοντα Ορθόδοξο Χριστιανό για τις δοκιμασίες που θα συναντήσει μπροστά του.
Άμα εξέλθει νικήτρια εκ των δαιμονίων,  και έως ότου παρέλθουν σαράντα ημέρες από του θανάτου, η ψυχή περιέρχεται από ουρανίους τόπους και αβύσσους της κολάσεως οπότε και καθορίζεται από τον πλαστουργό η θέση που θα εναποτεθεί μέχρι την ανάσταση των νεκρών και την Τελική Κρίση.
Η επιμνημόσυνη δέηση υπέρ των απελθόντων την ένατη ημέρα μετά τον θάνατο  πραγματοποιείται επειδή κατά το σαρανταήμερο ταξίδι όσο η ψυχή αναζητά την εναπόθεση της, παρουσιάζονται σε αυτήν τα θαυμαστά του Παραδείσου, ενώ στο υπόλοιπο του ταξιδίου παρουσιάζονται τα μαρτύρια και τα φρικτά της κολάσεως.
Το μετά θάνατον σαρανταήμερο ταξίδι των ψυχών, λογείται δύσκολο, αγωνιώδες και τρομερό, εξαιτίας του φόβου για τα αιώνια μαρτύρια που θα υποστούν αν καταδικαστούν κατά την τελική Κρίση, ενώ μετά το σαρανταήμερο μερικές ψυχές βρίσκονται  σε κατάσταση αγαλλίασης και μακαριότητας διαισθανόμενοι ότι προορίζονται για μακάρια αιώνια ζωή, ενώ άλλες βρίσκονται σε κατάσταση τρόμου αφού διαισθάνονται πως  αιώνια θα καταδικαστούν κατά την τελική κρίση.
Πατερικά κείμενα όμως, λέγουν ότι κάποιες φορές ο ελεήμων Θεός ανταποκρινόμενος στις δεήσεις και στις προσευχές ζώντων συγγενών, συγχωρεί ορισμένες αμαρτωλές ψυχές τις οποίες και επανατοποθετεί δίπλα στις αγαθές ψυχές.
Τα οφέλη της προσευχής για τις ψυχές που βρίσκονται στην κόλαση έχουν επίσης περιγράφει από Αγίους και ασκητές. Στο βίο της η μάρτυς Περπετούα, αναφέρει πως η κατάσταση της ψυχής του αδελφού της Δημοκράτη της αποκαλύφθηκε στον ύπνο της με την εικόνα μιας στέρνας γεμάτης νερό, η οποία ήταν όμως τόσο ψηλά που δεν μπορούσε να τη φτάσει από το καυτό βάραθρο όπου ευρισκόταν, αλλά χάρη στη δική της ολόθερμη προσευχή επί μία ολόκληρη ημέρα και νύχτα, κατάφερε να την φτάσει, να πιεί και να ξεδιψάσει, και ακολούθως να βρεθεί σε τόπο φωτεινό και χλοερό. Ήταν θεϊκό σημάδι πως ο Θεός αποδέχτηκε την προσευχή της και απελευθέρωσε τον αδερφό της από τα δεινά της κολάσεως.

Πολλά παρόμοια οράματα αναφέρονται σε βίους Ορθοδόξων Αγίων και ασκητών, τα οποία όμως δεν πρέπει να ερμηνεύονται  κατά γράμμα, ούτε και βεβαίως να θεωρούνται ότι εξηγούν επ ακριβώς τον τρόπο ύπαρξης της ψυχής μετά τον θάνατο, αλλά ότι πρόκειται περισσότερο για ενδείξεις της πνευματικής αλήθειας περί της καταστάσεως της ψυχής στον άλλο κόσμο, και πως μπορεί να πάρει τη χάρη του Θεού χάρη στις προσευχές εκείνων που παραμένουν στον ζώντα κόσμο.

ΝΕΚΡΙΚΑ ΕΘΙΜΑ

(Πληροφορίες από το βιβλίο «Κυπριακή λαογραφία» του Ξενοφώντα Π. Φαρμακίδη)

Η γνωριμία με τον τόπο μας μέσα από τα έθιμα μας. Ένα ταξίδι πολιτιστικό, πνευματικό και θεολογικό για να γνωρίσουμε την Κύπρο μας.

Ο θάνατος είναι η μεγάλη αλήθεια της ζωής. Ο άνθρωπος στάθηκε πάντα μπροστά σ’ αυτό το σημαντικό γεγονός με δέος και μόνο άνθρωποι βαθιά θρησκευόμενοι ή άνθρωποι με φιλοσοφικές τάσεις μπόρεσαν να συμφιλιωθούν με αυτή την τραγικότητα που περικλείει η ζωή.
Ο άνθρωπος είναι ταυτόχρονα ζωή και ψυχή. Η ψυχή εγκαταλείπει  το σώμα μονο όταν αυτό παψει να είναι ζωντανό. Η λέξη ψυχή κυριολεκτικά σημαίνει πνοή, διότι προέρχεται από το ρήμα ψύχω, που σημαίνει πνέω, δηλαδή είναι η ένδειξη της ζωής στο σώμα η οποία εκδηλώνεται μέσω της αναπνοής. Εντούτοις ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει πολύ περισσότερα, ιδίως όσον αφορά τη μετά θάνατον ζωή, τόσο που κυριάρχησε στη θρησκεία και τη φιλοσοφία.
Η λέξη θάνατος σημαίνει η παύση της λειτουργίας ενός οργανισμού. Με το θάνατο η θερμοκρασία του σώματος πέφτει στους 20 °C, η αναπνοή μαζί με τους χτύπους της καρδιάς σταματά και το πρόσωπο κιτρινίζει. Ορισμένα κύτταρα του σώματος ζουν και δυο μέρες μετά το θάνατο του.
Επειδή οι άνθρωποι αγαπούσαν τη ζωή και φοβούνταν τον θάνατο, για να παρηγορούνται πίστεψαν ότι υπάρχει η ψυχή που είναι αθάνατη, γι αυτό κηδεύουν τους πεθαμένους ανθρώπους με τιμές.
Με τη λεξη κηδεία ονομάζουμε το σύνολο των τελετών που γίνονται μετά το θάνατο. Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από το ρήμα «κήδομαι» που σημαίνει στη νεοελληνική φροντίζω, επιμελούμαι.
Η τελετή της κηδείας αποτελεί τρόπο έκφρασης της αγάπης των ζωντανών προς τον εκλιπόντα. Οι χριστιανοί πιστεύοντας ότι το σώμα είναι προορισμένο να αναστηθεί θάβουν τον νεκρό με όλες τις τιμές. Για αυτό το λόγο πριν από την ταφή τον λούουν, τον στολίζουν, τον ντύνουν με τη καλή στολή και τον τοποθετούν ακάλυπτο σε φέρετρο.
Σύμφωνα με τα έθιμα και το νόμο ο νεκρός θα πρέπει να παραμείνει άταφος τουλάχιστον 24 ώρες από τη διάγνωση του θανάτου. Ίσως ο λόγος να είναι για τις περιπτώσεις της νεκροφάνειας, ώστε να μην υπάρχει περίπτωση να θάψουν κάποιον ζωντανό.
Υπάρχει συνήθεια να φυτεύονται λουλούδια στο τάφο ώστε να αγαλλιάσει η ψυχή του νεκρού και να εξαγνιστεί το έδαφος.
Μετά το θάνατο γίνονται μνημόσυνα για να ενθυμούνται τον νεκρό  Σε αυτά προσφέρονται κόλλυβα στους παρευρισκόμενους στην εκκλησία. Η λέξη κόλλυβα προέρχεται από την αρχαία Ελληνική λέξη «κόλλυβος» που σημαίνει σταθμικό μέτρο για τον προσδιορισμό του βάρους του χρυσού, όπως επίσης και κάθε νόμισμα μικρής αξίας, δηλαδή το πολύ λεπτό σε πάχος και αξία νόμισμα. Με τη λέξη κόλλυβα εννοείται κάθε είδος μικρού γλυκού από σιτάρι και το έθιμο των κολλύβων οφείλεται στην παλαιά συνήθεια της διανομής νομισμάτων κατά τα μνημόσυνα. Η διανομή νομισμάτων - κολλύβων συνδέονταν με την ελεημοσύνη κατά τα χρόνια του χριστιανισμού. Αυτές τις ελεημοσύνες ελάμβαναν, από τα υπάρχοντα του αναπαυομένου, οι πτωχοί, οι συγγενείς και οι φίλοι του μεταστάντος, οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι. Σήμερα το έθιμο της προσφοράς νομισμάτων στους παρευρισκομένους σε κηδεία το έχουν οι Μουσουλμάνοι.

Κατά την παράδοση, ο θάνατος μπαίνει αόρατος από την στέγη του σπιτιού, ειναι οι δύο Αρχαγγέλοι Μιχαήλ και Γαβριήλ. Ο ένας κρατάει σπαθί που παίρνει την ψυχή του ανθρώπου, ενώ ο άλλος κρατάει κρίνο και μυρίζει το νεκρό για να μη νιώσει πόνο την ώρα που αποσπάται η ψυχή του. Μετά το θάνατο, σηκώνουν τα ρούχα που πέθανε ο νεκρός και τα πλένουν ή τα καίνε, γιατί πιστεύουν ότι είναι γεμάτα αίματα από την σφαγή.
Για τρεις ημέρες, λένε, ότι η ψυχή του νεκρού πλανάται μέσα στο σπίτι και παρακολουθεί εκ του αφανούς. Μετά και επί σαράντα μέρες επισκέπτεται όλα τα μέρη που περπάτησε ο αποθανών κατά την διάρκεια της ζωής του. Στις τρεις ημέρες κάνουν μνημόσυνο του νεκρού τα τρίτα, και στις εννιά τα εννιάμερα. Στις σαράντα μέρες κάνουν το σαρανταλείτουργο και προσφέρουν κόλλυβα και συγχωράνε.
Οταν καποιοι χαροπαλεύουν ολόκληρες μέρες και δεν βγαίνει η ψυχή τους και τυραννιούνται, σημαινει οι άνθρωποι αυτοί θεωρούνται κριματισμένοι. Αν έχει καμιά μεγάλη έχθρα με κάποιον, στέλνουν και τον καλούνε να συγχωρεθούνε και κατ' αυτόν τον τρόπο επιταχύνεται ο θάνατος.
Τους ετοιμοθάνατους τους κοινωνάνε για να γίνουν καλοί χριστιανοί, έστω και στο τέλος. Πολλοί δεν θέλουν να κοινωνήσουν, γιατί με την κοινωνία θεωρούν βέβαιο το θάνατο.
Πολλές φορές συμπίπτει την ημέρα του θανάτου κάποιου να γίνει μια θεομηνία. Το γεγονός το συσχετίζουν με τον θάνατο και θεωρούν τον άνθρωπο αυτό πολύ κακό και κριματισμένο.
Όταν το λείψανο βραχεί κατά την μεταφορά του στο νεκροταφείο, πιστεύουν ότι κι άλλος θα πεθάνει.
Οι γυναίκες προσέχουν τα μαλλιά τους να μην ακουμπήσουν στο πρόσωπο του νεκρού, γιατί πέφτουν.
Αν φτερνιστεί κάποιος μπροστά στο νεκρό, ξηλώνει μια ραφή από ένα ρούχο, γιατί αλλιώς πεθαίνει.
Σαν βγάλουν το λείψανο, πετάνε έξω από το παράθυρο διάφορα αντικείμενα όπως πιάτα και ποτήρια, έτσι πετούν το θάνατο. 
Η μάνα, που της πεθαίνει το πρώτο παιδί, δεν κάνει να ακολουθήσει την κηδεία στην εκκλησία, γιατί υπάρχει κίνδυνος και για άλλο.
Σαν περνάει η κηδεία από τις γειτονιές, κλείνουν τις πόρτες για να μην μπει ο χάρος στα σπίτια.

Το σφάλωμα των αμμαθκιών. Όταν εκπνεύσει και πεθάνει ο άνθρωπος, πρώτον μέλημα των παρισταμένων είναι να του κλείσουν τους οφθαλμούς με τους αντίχειρες των δυο χεριών τους, αφού πρώτα τους τρίψουν στο χώμα, ειδάλλως οι οφθαλμοί δεν κλείνουν. Λέγεται ότι όσες φορές εδοκίμασαν, οι οφθαλμοί δεν έκλειναν  μέχρις ότου οι αντιχείρες ετρίβησαν στο χώμα. Φαίνεται εδώ να εφαρμόζεται ο θείος λόγος: «Γη εί και εις γην επελεύσει»

Η αγωνία του ετοιμοθάνατου. Συμβαίνει πολλές φορές ο ετοιμοθάνατος να μην ξεψυχά και να βασανίζεται και να αγωνιά ενώ καταλαβαίνει ότι θα πεθάνει, αλλά η ψυχή του να μην βγαίνει, και αυτό αυτό να παρατείνεται για μέρες χωρίς να επέρχεται το τέλος. Πιστεύουν ότι αυτό συμβαίνει γιατι ο ψυχορραγών αμάρτησεν και για να επισπεύσουν τον θάνατον, τοποθετούν στον λαιμόν του το όργανον με το οποίον αμάρτησε. Π.χ. αν ήταν ζυγιστής και ξεγελούσε τους πελάτες του στο ζύγισμα, του έβαζαν το καντάριν (όργανον ζυγίσματος) στο λαιμό και ευθύς ξεψυχούσε. Αν ήταν υφασματοπώλης και έκλεβε στο μέτρημα, του έβαζαν τον πήχη κτλ.
Στη Πάφο συνηθίζουν να παίρνουν χώμα από τον τάφο του πεθαμένου ο οποίος είχε αδικηθεί από τον ψυχορραγούντα, να το ανακατεύουν σε νερό και να ποτίζουν τον ετοιμοθάνατο. Έχει παρατηρηθεί ότι με αυτόν τον τρόπον ο άρρωστος εκπνέει και υσηχαζει.

Όταν ο ετοιμοθάνατος αναζητεί πεθαμένους οικείους του. Κάποιες φορές ο ετοιμοθάνατος αναζητεί επίμονα να δει κάποιον δικόν του ο οποίος όμως είναι ήδη πεθαμένος. Οι συγγενείς για να τον καθυσηχάσουν και να τον παρηγορήσουν, τοποθετούν στο στήθος του μικρά κλαδιά λεμονιάς, λέγοντας του ότι του τα στέλλει αυτός που απουσιάζει. Ή τον ποτίζουν τρεις γουλιές χλιαρό νερό λέγοντας του ότι τον ποτίζει ο αγαπημένος του που απουσιάζει και επέστρεψε. Μ αυτό τον τρόπο υσηχάζει ο ετοιμοθάνατος, και ξεψυχά καθησυχασμένος.

Η επιθυμία του ψυχορραγούντος. Πολλές φορές οι ετοιμοθάνατοι ζητούν επίμονα κάποιο φαγητό το οποίον όμως τους βλάπτει ένεκα της καταστάσεως τους, οπότε οι οικείοι τους δεν εκπληρώνουν την επιθυμίαν τους. Αν ο ετοιμοθάνατος το επιζητεί μέχρι της τελευταίας του πνοής, μετά τον θάνατον του οι συγγενείς του εναποθέτουν επί των εσταυρωμένων χεριών του το φαγητό που επιθυμούσε.
Ο λαογράφος συγγραφεύς Ξενοφώντας Π. Φαρμακίδης, μαρτυρεί ότι το 1882 η αποθανούσα δεκαεφτάχρονη αδερφή του Ευλαλία, ζητούσε επιμόνως δαμάσκηνα τα οποία έβλεπε από το παράθυρο της στην απέναντι αυλή ενώ ευρισκόταν ετοιμοθάνατη στο κρεβάτι της. Όταν απεβίωσε, οι γονείς της εναπόθεσαν στα εσταυρωμένα χέρια της  κλαδίν φορτωμένο με δαμάσκηνα.

Το καντήλι του νεκρού. Πεθαίνοντας ο άρρωστος τοποθετείται από τους συγγενείς του σε μακρουλό τραπέζι με την κεφαλήν στραμμένην προς την ανατολή και τον ευπρεπίζουν και τον μιζαρώνουν με τα σάβανα.
Από την κλίνην στην οποίαν εξέπνευσεν, σηκώνουν το κρεβάτι και στο μέρος της κεφαλής τοποθετούν καντήλιν αναμμένο και ένα πιάτο γεμάτο με νερό βάζοντας πάνω του δυο ξυλαράκια σε μορφή σταυρού, και επί αυτών τοποθετούν έναν άρτον. Τα αφήνουν επί τρεις ημέρες γιατι πιστεύουν ότι η ψυχή του τεθνεώτος έρχεται και νίπτεται για να παρουσιαστεί ευπρόσωπος ενώπιον του Θεού, αλλά και για να επισκοπήσει τα μέρη της οικίας του. Μετά την παρέλευση των τριών ημερών, ο άρτος δίδεται ελεημοσύνη επ ονόματι του νεκρού.
Σε ορισμένους τόπους μετά την εκπνοή του αρρώστου, τοποθετούν κάτω από την κλίνην πιάτο με άρτον επ αυτού, και καντήλι αναμμένο για σαράντα μέρες. Την τεσσαρακοστήν ημέρα ο άρτος δίδεται ως ελεημοσύνη στον πρώτον τυχόντα πτωχό. Λέγεται ότι ο άρτος αυτός αντέχει εις την ευρωτίασην, δηλαδή δεν μουχλιάζει.

Ο νεκρός και η βλασφημία. Όσο ο νεκρός μένει άταφος, θεωρείται κακό να διαπληχτίζονται και να μαλώνουν στην οικία του. Επίσης είναι κακό κάποιος να βλασφημεί, διότι αυτό είναι επίκληση του διαβόλου, και έχει ως αποτέλεσμα το στοίσιωμαν του νεκρού.

Το κρεβάτι και τα ενδύματα του νεκρού. Σε ορισμένα μέρη τυλίγουν το κρεβάτι του νεκρού επί της κλίνης και τοποθετούν πιάτο γεμάτο με λάδι από το ευχέλαιο και ένα φυτίλι να ανάβει. Μετά από σαράντα μέρες φέρουν το κρεβάτι στην αυλή και τοποθετούν πάνω τα ρούχα που φορούσε την  ώρα που ξεψυχούσε ο νεκρός. Τα ραντίζουν με νερό και ύστερα τα πλένουν και τα δίδουν σε οποιονδήποτε φτωχό συναντήσουν πρώτον, ή τα αποστέλλουν σε κάποιον φτωχό που έχουν υπ όψιν τους.
Σε άλλους τοπους το περιτυλιγμενο κρεβατι καθως και τα ρουχα που φορουσε ο νεκρος κατά την ωρα της εκπνοης, τα τοποθετουν σε παράμερος μέρος της οικιας και καθημερινως επι σαραντα μερες τα ραντίζουν με νερο.
Άλλοι άνθρωποι καίνε το κρεβάτι και τα ρούχα από φόβο μεταδόσεως μικροβίων ή ασθενειών.

Το πόσιμον ύδωρ. Μετά την εκπνοή του αρρώστου, οι νοικοκυραίοι χύνουν όλα τα πόσιμα ύδατα από τα οικιακά σκεύη, διότι θεωρείται ότι δι αυτών ο χάροντας έπλυνε την ρομφαία του (το σπαθί του) με την οποίαν αφαίρεσε την ψυχή του πεθαμένου. Σε ορισμένους τόπους δεν χύνουν τα ύδατα μόνο στο σπίτι του νεκρού, αλλά εις όλην την κοινότητα και τα αντικαθιστούν με φρέσκα, διότι θεωρούνται ύδατα του πεθαμένου και ότι είναι μολυσμένα και δεν είναι πλέον πότιμα.

Κηδεία. Λέγοντας κηδεία εννοούμε το σύνολο των φροντίδων και τελετών που γίνονται μετά το θάνατο κάποιου. Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από το ρήμα «κήδομαι» που σημαίνει φροντίζω, επιμελούμαι.
Δυο μέρες μετά την ταφή οι συγγενείς κάνουν μνημόσυνο που ονομάζονται τριήμερα, ενώ οχτώ μέρες μετά την ταφή ακολουθούν τα ενιαήμερα. Επιπλέον πραγματοποιούνται επιμνημόσυνες τελετές στις 40 μέρες, στους 3, 6 και 9 μήνες και στον χρόνο, και μετά κάθε χρόνο στην ημερομηνία του θανάτου. Οι συγγενείς του νεκρού για σαράντα μέρες βρίσκονται σε πένθος εκδηλώνοντας το φορώντας οι γυναίκες μαύρα ρούχα και οι άντρες μένοντας αξύριστοι και φορώντας μαύρο περιβραχιόνιο.
Όταν περνά κηδεία στο δρόμο, οι νοικοκυραίοι κλείνουν τις πόρτες των σπιτιών και των καταστημάτων και χύνουν νερό στο κατώφλι τους πιστεύοντας ότι έτσι ανακουφίζεται η ψυχή του πεθαμένου. Όταν επιστρέψουν στα σπίτια των μετά την κηδεία, έξω από τις πόρτες τους πλένουν τα χέρια τους πιστεύοντας ότι έτσι διώχνουν τον θάνατον από τες οικίες των. Αυτό το εθιμο είναι υγιεινό διότι με το πλύσιμο καθαρίζονται από τα μικρόβια και τις ασθένειες τα χέρια τους τα οποία κρατούσαν ή άγγιζαν τον νεκρόν.
Κατά την κηδεία συνηθίζεται να προπορεύεται κάποιος κρατώντας αγγείο γεμάτο νερό και να ακολουθεί άλλος κρατώντας πιάτο γεμάτο λάδι. Αν κάποιος έρχεται εκ της αντιθέτου μεριάς, πιστεύουν ότι πρεπει να λοξοδρομήσει διότι αν συναπαντηθεί μαζί τους θα πεθάνει εντός των ερχομένων σαράντα ημερών.

Παρηορκά. Μετά την ταφή, επί του τάφου οι συγγενείς προσφέρουν οινοπνευματώδες ποτό μετά προδορπίου (συνήθως χαλούμι, ελιές και ψωμί). Σε διάφορους Ελλαδικούς χώρους ονομάζεται μακαρκά (μακαριά), δηλαδή παρηγοριά.

Καθαριότης. Μετά την έξοδο του νεκρού το σπίτι σαρίζεται ολόκληρο αρχίζοντας το σκούπισμα από την κύρια είσοδο προς τα εντός της οικίας, πιστεύοντας ότι έτσι κανείς άλλος όταν εξέρχεται δεν πεθαίνει. Επίσης ραντίζουν και καπνίζουν το σημείο στο οποίο εξέπνευσε ο νεκρός.
Στο χωριό Ζώδκια θεωρείται δυσοίωνο να εκπνεύσει ο ασθενής επί της κλίνης, γι αυτό τον κατεβάζουν και τον ξαπλώνουν σε στρωσίδι στο πάτωμα για να μην αφήσει την τελευταια του πνοή στο κρεβάτι. Στο τόπο που έστρωσαν και εξέπνευσε σκουπίζουν, ραντίζουν και θυμιάζουν επί σαράντα μέρες. Το εθιμο του ραντίσματος και του θυμιάματος επί σαράντα μέρες το εφαρμόζουν και σε τόπους εκτός οικίας όπου εκεί πέθαναν άνθρωποι, πχ. από πτώση δένδρου ή γκραιμμού.
Για τους Αρχαίους Έλληνες ο νεκρός θεωρείτο ακάθαρτος και μολυσμένος, γι αυτό όσοι έρχοντο σε επαφή με το πτώμα ή με την οικογένεια του, έπρεπε επιστρέφοντας στο σπίτι τους να καθαριστούν κάνοντας μπάνιο.


Ο νεκρός τη νύχτα. Σε παλαιότερες εποχές, ουδέποτε ο νεκρός αφηνόταν μόνος και αφύλαχτος τη νύχτα. Όφειλε κάποιος συγγενής ή κάποιος επί πληρωμή να αγρυπνήσει και να φυλάξει το πτώμα να μην το πλησιάσει γάτος, διότι πίστευαν ότι στοίσιωνε ή μετενσαρκωνόταν.

ΜΑΤΙΑΣΜΑ, ΒΑΣΚΑΝΙΑ ΚΑΙ ΜΑΓΓΑΝΕΙΑ

Μάτιασμα, βασκανία και μαγγανεία ονομάζονται οι πράξεις που γίνονται με τη βοήθεια απόκρυφων και πνευματικών δυνάμεων πέραν του συμβατού και του φυσικού.
Είναι η πρόκληση διαταραχής ή βλάβης από επίδραση κακής ενέργειας από κάποιους ανθρώπους που έχουν σκοτεινές και δαιμονικές δυνάμεις. Κυρίως προκαλείται δια των οφθαλμών, γι αυτό ονομάζεται και μάτιασμα.
Η βασκανία και το μάτιασμα προκαλούνται από θαυμασμό ή πόθο για την ομορφιά, την υγεία και τα χαρίσματα ανθρώπων, ζώων και άψυχων πραγμάτων που δεν έχουν οι βάσκανοι, με αποτέλεσμα αυτοί να φθονούν όσους τα έχουν.
Πολλές φορές το μάτιασμα προκαλείται χωρίς μαγεία ή μαγγανεία, αλλά άδολα και χωρίς συναίσθηση ή υποψία από τα άτομα που ματιάζουν, και μη γνωρίζοντας την επικίνδυνη επίδραση των ματιών ή των λόγων τους.
Άλλες φορές προκαλείται συνειδητά, όταν οι βάσκανοι καταντούν χαιρέκακοι και φθονεροί.
Αν άνθρωποι που προκαλούν το μάτιασμα και γνωρίζουν αυτή τη δύναμη τους φτύσουν και πουν,
-φτού, φτού να μη βασκαθείς,
μπορούν έτσι να μπλοκάρουν την εξερχόμενη ενέργεια τους, αποφεύγοντας την πρόκληση βασκανίας και ματιάσματος.
Στη βασκανία κάποιοι πιστεύουν και κάποιοι δυσπιστούν, ενώ ελάχιστοι την απορρίπτουν, αφού σε όλη διάρκεια της ζωής του καθενός, αρκετές φορές έτυχε να ματιαστεί με αποτέλεσμα θέλοντας ή μη όσο δύσπιστος και να είναι, να διερωτάται περί της αληθείας.

Η βασκανία εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους όπως ζαλάδα, κακή διάθεση και πονοκέφαλο χωρίς ιδιαίτερο λόγο, απλά από μια κακή συναπάντηση με κάποιον Σαββατογεννημένο, με κάποιον που έχει σμιχτά φρύδια, ή με άτομο κακότροπο και τυχαίνει να εκπέμπει δυνατό μαγνητισμό.

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΥΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

Διερωτήθηκε ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, «Μα, εσένα θα βαπτίσω;» Και του απάντησε ο Χριστός, «Άφες άρτι, πρέπει να πληρώσω με πάσαν δικαιοσύνην και πάσαν ταπείνωση.

Η δημόσια Βάπτιση του Χριστού ως εναρκτήρια πράξη πριν από το δημόσιο έργο του συμβολίζει κατά πρώτον την απαλοιφή των μέχρι την ημέρα της βαπτίσεως αμαρτημάτων, και δεύτερον, την απαλλαγή από τις συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος.
Ο Χριστός όμως ως αναμάρτητος υιός του Θεού, δεν χρειαζόταν να απαλλαγή από αμαρτίες, οπότε η βάπτιση του έγινε ως συγκατάβαση σε όλα τα ανθρώπινα για να καταδείξει «τι πρέπει πράττει ο άνθρωπος».
Περι της βαπτίσεως λοιπόν, βλέπουμε εικονογραφημένες αγιογραφίες σε πολλές εκκλησίες να παριστάνουν την πρώτη ύψιστη πράξη και ταπείνωση του Χριστού, την εικόνα της βαπτίσεως και την φανέρωση της Αγίας Τριάδας. Μέσα στο ύδωρ ευρίσκεται ο Χριστός και η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος έρχεται ωσεί (ως) περιστερά, ενώ ταυτοχρόνως ακούγεται η φωνή του αφανέρωτου Πατρός που ουδέποτε αγιογραφείται, να μαρτυρεί τη θεότητα του Υιού ονομάζοντας τον  «αγαπητόν Του Υιόν».
Σε όλες τις Αγιογραφήσεις ο Χριστός βαπτίζεται φέροντας συνήθως κάποιο άσπρο ρούχο στη μέση ενώ το δεξί ή και με τα δύο του χέρια ευρίσκονται ανατεταμενα σε θέση ευλογίας. Στις εκκλησίες συνηθίζουν κατά τη βάπτιση, συμβολικά να φορούν στους βαπτισμένους ρούχα λευκά, ίδιο χρώμα με το ένδυμα που φορούσε ο χριστός κατά τη βάπτιση του, «όσοι εβαπτίσθητε εις Χριστόν, Χριστόν ενεδύθητε»
Ενώ λοιπόν κατά τους συνηθέστερους εικονογραφικούς τύπους, έχουμε τον Χριστό συνήθως να βαπτίζεται ενδεδυμένος με λευκό ρούχο στη μέση, κάποιες φορές τον ευρίσκουμε κατά τα παλαιά πρότυπα εντελώς γυμνό.
Μια σπάνια Αγιογραφία με το Χριστό να βαπτίζεται εντελώς γυμνός, ευρίσκεται στο μικρό αρχαίο ναό της Παναγίας της Χρυσελεούσης στη Χλώρακα.
Είναι Βυζαντινού ρυθμού και κτίστηκε τον 12ο ή 13ο αιώνα, και ευρίσκεται στην κεντρική πλατεία της κοινότητας. Στον τρούλο και σε διάφορα μέρη των τοίχων, αλλά ιδιαίτερα μέσα στο ιερό του ναού, ευρίσκονται σπάνιες αγιογραφίες, και ανάμεσα τους σώζεται  η μοναδική ίσως εικονογραφία στον κόσμο που κατά τα παλαιά πρότυπα ο Χριστός βρίσκεται στον Ιορδάνη ποταμό  εντελώς γυμνός,  έχοντας λίγο διασταυρωμένα τα πόδια του  με σκοπό να καλύψει το φύλο με ελαφριά στροφή.
Εξέχουσα απο τις άλλες Αγιογραφίες ως προς την τεχνοτροπία της και την καλλιτεχνική της αξία, παριστά το Χριστό να στέκεται στη μέση του Ιορδάνη γυμνός ντυμένος με την Αδαμική γυμνότητα, αποδίδοντας τοιουτοτρόπως το ένδοξο ένδυμά του Παραδείσου με το οποίο θα έπρεπε να ενδύεται η ανθρωπότητα. Το ένα του πόδι προβάλλει μπροστά για να δείξει την υπέρτατη πρωτοβουλία του να βαπτιστεί από το Ιωάννη, αλλα και για να κρυψει την γυμνια του η οποια αισχύνει ίσως τις σκέψεις των αμαρτολών.
Στην εκκλησία της Παναγίας της Χρυσελεούσης στη Χλώρακα, ο Χριστός είναι γυμνός, εντελώς γυμνός. Ενώ αλλού του φορούν λευκό ρούχο, σ αυτή την Αγιογραφία ο ζωγράφος χωρίς ηθικολογικές φοβίες και ενδοιασμούς για το γυμνό, σε μια ύψιστη παράσταση του υιού του Θεού, αναπαραστά τη γύμνια της ανθρωπότητας χωρίς η δική του γυμνότητα να προκαλεί, δηλώνοντας τοιουτοτρόπως πως δεν είναι προκλητικοί οι δρόμοι που χαράσσει η Εκκλησία μας.


Είναι η ασκητική γυμνή παρουσίαση του σώματος του Θεανθρώπου που ζωγραφισμένος με κατανυκτικές γραμμές, αποτελεί την γυμνή αγιογράφηση της αναβάπτισης του ανθρώπου.

ΓΗΤΕΙΕΣ ΚΑΙ ΕΞΟΡΚΙΣΜΟΙ

Οι Γητεία είναι η τελετή δια της οποίας  μεταλλάσσουμε τη θέληση μας σε ενέργεια ώστε με την άμεση σκέψη μας να επηρεάσουμε τα γεγονότα. Δηλαδή είναι η διαδικασία κατά την οποία ότι ποθήσουμε πολύ, συνειδητά το κάνουμε να συμβαίνει.
Δια αυτής μπορούμε να επηρεάσουμε πράγματα απλά και περίπλοκα. Με ομαδική γητεία τα αποτελέσματα είναι απεριόριστα. Έχει γραφτεί ότι ο λόγος που ο Χίτλερ δεν επιτέθηκε ποτέ στην Αγγλία από την στεριά, είναι διότι εκατοντάδες Άγγλοι μύστες συναθροίστηκαν και ένωσαν τη θέληση τους ενάντια στη θέληση του Χίτλερ να αποβιβαστεί στη χώρα τους.
Η γητεία πρέπει να χρησιμοποιείται για καλό, και αν ο γητευτής τη χρησιμοποιήσει για κακό, το κακό επιστρέφει και επηρεάζει τον ίδιο.
Υπάρχουν χιλιάδες βιβλία στα οποία είναι γραμμένες γητείες και ξόρκια, αλλά τίποτα δεν φέρνει αποτέλεσμα αν δεν διαβάζονται από τα κατάλληλα άτομα. Για να επιτευχθεί η γητεία, χρειάζεται άτομο χαρισματικό που με εξάσκηση και αυτοσυγκέντρωση να μπορεί κατευθύνει την ενέργεια του ώστε η θέληση του να μετατρέπεται σε έργο.
Στην Κυπρο γητεία ονομάζουμε τα ξόρκια δια των οποίων γίνεται γοητεία ή γητειά, δηλαδή δάμασμα του κακού ώστε να υπακούει και να φεύγει. Τα παλαιότερα χρόνια δεν υπήρχαν γιατροί και φάρμακα. Γι αυτό με τις γητειές και τα γιατροσόφια προσπαθούσαν να γιάνουν τους άρρωστους.
Ο γητευτής  πρεπει να στεκει απέναντι του δύοντος ή ανατέλλοντος ηλίου επρός στον ασθενή και να απαγγέλλει τις ευχές οι οποίες ενωμένες με τη δύναμη της θελήσεως του και της επιθυμίας του, διώχνουν το κακό.
Ο πόνος των εντέρων είναι από τους πλέον δυσβάχταστους πόνους, γι αυτό λέγεται και καρδιόπονος. Ο γητευτής στέκεται μπροστά στον ξαπλωμένο ασθενή και κοιτάζοντας προς την ανατολή, με ένα κοφτερό μαχαίρι σταυρώνει την κοιλίαν και διαβάζει την ακόλουθον ευχή,
"Λαρτίν εμαείρεψα, φατσιήν επαρασιώνωσα
Τρεις ελιές εις το τραπέζιν τσιαι κορτίν ψουμίν κομμένον
Τσιαι κρομμύιν σαπιμένον τσιαι τυρίν σαρατσιασμένον
Φεύκε πόνε των αντέρων, ο Χριστός σε κατατρέσιει
με το δεξιόν του σιέριν τσιαι με το κοφτερόν μασιέριν,
τσιει που σε φτάνει κόφκει σε, τσιαμέτες κατακόφκει σε".
Αμέσως μετά την ανάγνωση της ευχής, ο γητευτής μπήγει στη γη το μαχαίρι με το οποίον σταύρωσε την κοιλίαν του ασθενούς.

Τα ξόρκια για τις γητείες αποτελούν σημαντικό κεφάλαιο στον λαϊκό πολιτισμό και είναι χιλιάδες. Από αυτά ελάχιστα έχουν καταγραφεί, ενώ πολλά εξακολουθούν να υπάρχουν μέσα από τον προφορικό λόγο, κυρίως στην ύπαιθρο και στα χωριά, τόπους στους οποίους οι άνθρωποι πιστεύουν περισσότερο στη μαγεία και στο υπερφυσικό, καθώς εκεί είναι περισσότερο εκτεθειμένοι στη φύση όπου ελλοχεύουν όλα τα παράξενα της φύσης από τα οποία και εγεννήθησαν οι δοξασίες και οι δεισιδαιμονίες.
Οι γητείες είναι επωδές από λόγια με αποτρεπτικό ή θεραπευτικό χαρακτήρα, συνήθως σε έμμετρο λόγο για να βοηθά στην απομνημόνευση τους.
Παρ όλη την πρόοδο της επιστήμης και της ιατρικής, η μαγεία ακόμα συνηθίζεται να εξασκείται ευρέως, και σε κάθε περίσταση ανίατης ασθένειας, οι άνθρωποι προστρέχουν στους εξωρκιστές και στους μάγους για τους οποίους πιστεύουν ότι με την επικοινωνία τους με τα δαιμονικά πνεύματα, δύνανται να τα εκδιώκουν και να θεραπεύυουν τους ανθρώπους.
Κατά τις λαϊκές δοξασίες οι δαίμονες περιφέρονται στη γη και παραπλανούν τους ανθρώπους κατά τις μεσονύχτιες ώρες μέχρι ότου κράξουν οι πετεινοί. Όταν παραπλανήσουν κάποιον, αυτός καταλαμβάνεται από επιληψία, και για να θεραπευτεί πρέπει με ξόρκια και γητείες, ο μάγος να καλέσει τον σατανά και να τον εκδιώξει. Αυτό πρέπει να γίνει κατά τας μεσονυχτίους ώρας σε νύχταν σκοτεινή και ασέληνον χωρίς ανθρώπινην παρουσίαν και σε τόπον έρημον όπου να υπάρχει τουλάχιστον μία συκή. Είναι αυτοί οι τόποι, οι συνήθεις περιοχές και ώρες που ο μάγος καλεί τον έξω αποδώ.
Σε αυτόν τον τόπο θα χαράξει με το ραβδίν του ένα πεντάγωνο με εμβαδόν 40 τετραγωνικών ποδών, απόσταση κατά την οποίαν ο διάβολος δεν έχει δικαίωμα να πλησιάσει άνθρωπο, και θα γράψει εις την περιφέρεια του το τροπάριον του Αρχάγγελου Μιχαήλ,
«Όπου επισκιάσει η χάρις σου Μιχαήλ Αρχάγγελε, εκείθεν του διαβόλου εκδιώκεται η δύναμις»
Για να είναι το κάλεσμα  επιτυχές, ο εξωρκιστής χρειάζεται οπωσδήποτε μιαν παρθένον κόρην, με την οποίαν θα καθίσει εντός του πενταγώνου, ώστε η αθωότητα της να αποτρέψει τον διάβολον να πλησιάσει και η παρθενία της να αποτελέσει ελιξήριο της επήρρειας του στον μάγον.

Στη συνέχεια αρχίζει να διαβάζει εξωρκισμούς χωρίς σταματημό,  ώσπου να ακουστεί ο βρυχηθμός του δαίμονα υποχθόνιος ίδιος με υπόκωφη βοή, τον οποίον ο μάγος δια του σημείου του σταυρού εκδώχνει στα πέρατα, και θεραπεύεται ο ασθενής.